- ἐξολισθαίνω
- ἐξολισθάνωglide offpres subj act 1st sgἐξολισθάνωglide offpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξολισθαίνω — (AM ἐξολισθαίνω και ἐξολισθάνω) [ολισθάνω] 1. ξεφεύγω από τη θέση μου, ξεγλιστρώ 2. φεύγω από τον ίσιο δρόμο, παρεκτρέπομαι αρχ. 1. ξεφεύγω, διαφεύγω 2. (για φύλλα) πέφτω 3. ξεφεύγω από τη μνήμη … Dictionary of Greek
συνεξολισθαίνω — και συνεξολισθάνω Α ξεγλιστρώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξολισθαίνω / ἐξολισθάνω «ξεγλιστρώ, παρεκτρέπομαι»] … Dictionary of Greek